μπάσταρδος — ο θηλ. η (λ. ιταλ.), ο νόθος: Γέννησε ένα γιο μπάσταρδο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
μπασταρδεύω — [μπάσταρδος] 1. νοθεύω 2. νοθεύομαι, εκφυλίζομαι 3. διαστρέφω κάτι κακοβούλως («μην μπασταρδεύεις τα λόγια μου») … Dictionary of Greek
μούλικος — η, ο [μούλος] νόθος, μπάσταρδος … Dictionary of Greek
μούλος — α, ικο αυτός που προέρχεται από μη νόμιμο γάμο, νόθος, μπάσταρδος («και τόν ακολουθούσανε πολλοί, μούλες και μούλοι», Γρυπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. mulus «ημίονος νόθος»] … Dictionary of Greek
μπαστάρδικος — η, ο (Μ μπαστάρδικος, η, ον, ουδ. και παστάρδικον και μπασταρδικός, ή, όν) [μπάσταρδος] 1. νόθος ή νοθευμένος («μπαστάρδικη γενιά») 2. το ουδ. ως ουσ. το μπαστάρδικο νόθο παιδί. επίρρ... μπαστάρδικα με μπαστάρδικο τρόπο … Dictionary of Greek
μπαστάρδιν — και μπαστάρδι και παστάρδι, τὸ (Μ) [μπάσταρδος] νόθο παιδί … Dictionary of Greek
μπασταρδάκι — το [μπάσταρδος] 1. νόθο παιδί 2. μτφ. πονηρό, πανέξυπνο παιδί … Dictionary of Greek
πίτσικος — η, ο, Ν 1. καρπός αθέμιτου έρωτα, νόθος, μπάσταρδος 2. μικρός, ασήμαντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. pic + κατάλ. ικος (πρβλ. γέρ ικος)] … Dictionary of Greek
πολύσπορος — η, ο / πολύσπορος, ον, ΝΜΑ αυτός που έχει πολλούς σπόρους, καρποφόρος, γόνιμος νεοελλ. (με υβριστική σημ.) αυτός που δεν γεννήθηκε από νόμιμο γάμο, μούλος, μπάσταρδος αρχ. αυτός που καθιστά κάποιον γόνιμο. επίρρ... πολύσπορα/ πολυσπόρως ΝΜΑ με… … Dictionary of Greek
μούλικος — η, ο νόθος, μπάσταρδος: Την παράτησε με ένα μούλικο στην κοιλιά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)